ιερακοτρόφος

ιερακοτρόφος
-ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει γεράκια
(νεοελλ.-μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος
ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια
αρχ.
ως ουσ. ο μαθητής τού Ιέρακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο-τρόφος, κυνο-τρόφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιερακοτρόφος — ο που τρέφει και γυμνάζει γεράκια, ο γερακάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱερακοτρόφον — ἱερακοτρόφος pupil of Hierax masc/fem acc sg ἱερακοτρόφος pupil of Hierax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ιερακοτροφία — ἡ διατροφή και εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερακοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ελ. Ραφαήλ] …   Dictionary of Greek

  • Κασσιανός — I Επώνυμο λογίων της βυζαντινής εποχής. 1. Ιωάννης (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι.). Μοναχός και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Σκυθία, ή, σύμφωνα με άλλους ερευνητές, από τη νότια Γαλλία. Αρχικά μόνασε στο μοναστήρι της Βηθλεέμ. Το 404 χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”